- θερμολοίμη
- ηλοιμώδης πυρετός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμη + λοίμη «λοιμός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… … Dictionary of Greek